-
1 κατακλινω
1) складывать (вниз), класть(δόρυ ἐπὴ γαίη Hom.)
2) сажать, усаживатьκ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. — пригласить персов расположиться на лугу (для пира);κ. τινὰ ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ Plut. — посадить кого-л. на трон3) класть в постель, укладывать(παιδίον Arph.; γυναῖκα ὠδίνουσαν Plut.)
κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ Arph. — класть кого-л. в храм Асклепия (для излечения)4) наклонять, нагибать(τοὺς φοίνικας Arst.)
5) med. ложиться(ἐπὴ ταῖς κοίταις Arph.; ἐπὴ στιβάδος Xen.)
κατεκλίθη ὕπτιος Plat. — (Сократ) лег на спину6) med. располагаться (за столом), возлечь(παρά τινα и τινί Plat.; εἰς τέν πρωτοκλισίαν NT.)
7) med. наклонятьсяκ. εἰς γόνατα Arst. — становиться на колени
8) отклонять в сторону -
2 κατατεινω
1) натягивать(ἡνία ὀπίσσω Hom.; τὰ ὅπλα, χαλινούς Her.; τὰ νεῦρα Plat.)
2) растягивать на дыбе, пытать3) протягивать, простирать4) вытягивать в длину, выпрямлять(τέν κέρκον Arst.)
5) растягивать, делать длиннымδολιχὸν κ. τοῦ λόγου Plat. — произносить длинную речь;pass. — распространяться, разливаться, растекаться (ἐπὴ γῆν Plat.)6) повергать, валить(τοὺς φοίνικας ἐπὴ τῆς γῆς Arst.; τινὰ ἐπὴ τοὔδαφος Plut.)
7) стягивать, связывать(δεσμῷ Plut.)
8) протягивать, проводить по прямой линии(διώρυχας Her.)
9) протягиваться, простираться, тянуться(ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων εἰς τέν Μαιῆτιν λίμνην Her.; διὰ τοῦ μεσεντερίου παράπαν Arst.)
10) вытягиваться(ὅ λέων τρέχει κατατείνας Arst.)
11) напрягать(τέν ῥώμην ὅλην εἴς τι Polyb.)
λόγοι κατατεινόμενοι Eur. — речи спорящих, т.е. противоположные мнения;δρόμημα κατατεταμένον Arst. — бег во всю прыть;κατατείνεσθαι ταῖς βελτίοσι (sc. κινήσεσιν) Plut. — устремиться к лучшему12) напрягать все силыὁ Κλέαρχος ἰσχυρῶς κατέτεινεν Xen. — Клеарх решительно настаивал;
λέγω κατατείνας Plat. — я решительно утверждаю -
3 οπωριζω
(fut. ὀπωριῶ; ион. part. fut. pl. ὀπωριεῦντες)1) собирать плодыὅπως ὀπωρίζωσιν οἱ βουλόμενοι Plut. — (Кимон убрал все ограждения), чтобы все желающие могли рвать (у него) плоды
2) собирать, снимать, срывать(τοὺς φοινίκας Her.; σῦκα Plat.)
-
4 υποτιθημι
тж. med.1) подкладывать, подставлять, подводить(κύκλα πυθμένι Hom. - in tmesi; τὰ ᾠὰ ἀλεκτορίδι Arst.)
ὑ. φοίνικας Xen. — подкладывать пальмовые стволы;τοὺς πόδας ὑπέθηκεν ἥ φύσις τοῖς τετράποσιν Arst. — природа дала четвероногим нижние конечности;ὑπὸ ποταμὸν πόλιν ὑποθεῖναι Plat. — расположить город в низовьях реки;ὑποθεὴς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Xen. — (заяц лежит), поджав задние бедра к бокам;ὑποτίθεσθαί τι, ὥστε δοκεῖν μείζους εἶναι ἢ εἰσί Xen. — подкладывать (в свою обувь) что-л., чтобы казаться выше (ростом), чем на самом деле;ὅ ὑποτεθεὴς σκοπός Arst. — поставленная цель;ὑπέρ τινος ὑποθέσθαι ἐρεῖν Isocr. — задаться целью обсудить что-л.;ὑποθεὴς τέν σάρισαν Luc. — выставив копье;ὑποθεῖναι ἑαυτὸν τῷ φορτίῳ Luc. — принять на себя бремя2) класть в основу, полагатьὑποθεῖναί τι τῇ γνῶμῃ Dem. — принять что-л. за основу своего рассуждения;τέν ἀρχέν ὀρθῶς ὑποθέσθαι Dem. — принять правильный исходный пункт;τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Plat. — противоположное тому, из чего я исходил;ὑποθέμενος εἶναί τι καλόν Plat. — исходя из предположения, что существует нечто прекрасное;τὰ ὑποτεθέντα Plat. — предположенное, принятое за основу, исходное положение3) излагать, выражатьὑποθεῖναι ὀρθῶς τοὺς λόγους Eur. — высказать правильные мысли;
ἥ τῶν πλειόνων εὐπραγία αὐτοῖς ὑποτιθεῖσα ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Thuc. — множество успехов, внушившее им огромную самонадеянность;ἐλπίδας ὑποθεὴς (αὐτοῖς) ὡς προστάται πάσης Λέσβου ἔσονται Xen. — посулив им, что они станут господами всего Лесбоса4) med. предлагать, советовать, рекомендовать(εὖ τινι Hom.; πάγκαλα νόμιμά τινι Plat.)
ἤ τι ἔπος ὑποθέσθαι τινὴ ἠέ τι ἔργον Hom. — подсказать кому-л. какое-л. слово или дело;τὰ ἄριστα ὑποτίθεσθαι Her. — давать наилучшие советы;σοὴ δ΄ οὐ κακῶς ὑποθήσομαι Arph. — я дам тебе неплохие наставления5) редко med. оставлять в залог, закладывать(τὸ ἐνέχυρον Her.; τέν οἰκίαν Dem.)
ὑποθεὴς αὑτὸν ὀκτακοσίων ταλάντων Plut. — выставив от себя ручательство на восемьсот талантов;ὑποθέσθαι πρὸς τὸ δημόσιον Plut. — заложить в казну6) med. давать ссуду под залог, брать в качестве залога(τὰ σκεύη τῆς νεώς Dem.)
οἱ ὑποτιθέμενοι Dem. — заимодавцы (берущие залог)7) выставлять на риск, подвергать опасностиτέν ψυχέν εἰς κίνδυνον ὑ. Plat. — подвергать свою душу опасности;
ὑ. τέν ψυχήν τινι Luc. и ὑ. τὸν τράχηλον ἑαυτοῦ ὑπέρ τινος NT. — рисковать жизнью из-за (ради) чего-л.;τῇ ὀργῇ τινος ὑ. ἑαυτόν Plut. — рисковать оказаться в опале у кого-л.;τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς Dem. — под свою личную ответственность
См. также в других словарях:
Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
οπωρίζω — ὀπωρίζω (Α) [οπώρα] 1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.) 2. τρώω φρούτα 3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
Αμάσιος, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο εννοείται σπουδαίος αγγειογράφος. Είναι άγνωστο πού και πότε γεννήθηκε, έζησε πάντως στην Αττική και ζωγράφιζε αγγεία που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Αμάσιος. Ζωγράφισε αμφορείς… … Dictionary of Greek
κατακλίνω — (AM κατακλίνω) 1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατακλίνομαι ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω μσν. μτφ. παίρνω τον κατήφορο … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Κάνες — I (Cannαe). Αρχαίος οικισμός της Ιταλίας, όπου διεξήχθη η περίφημη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού από τον Αννίβα, κατά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (216 π.Χ.). Βλ. λ. Κάννες. II (Cannes). Πόλη (67.300 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek